- σταρτός
- σταρτός, ὁ, Cret.,= στρατός, a division of the people, GDI4985.7 ([place name] Crete), Riv.Fil.61.489 (ibid.), Leg.Gort.5.5; cf. στάρτοι· αἱ τάξεις τοῦ πλήθους, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σταρτός — ὁ, Α βλ. στρατός … Dictionary of Greek
στάρτοι — Α [σταρτός] (κατά τον Ησύχ.) «αἱ τάξεις τοῡ πλήθους» … Dictionary of Greek
στρατός — Σύνολο στρατιωτικών δυνάμεων, οργανωμένο και διατηρούμενο από ένα κράτος για τη διεξαγωγή του χερσαίου πόλεμου. Στο μακρινό παρελθόν οι σ. ήταν συχνά προσωρινοί και διαλύονταν όταν τελείωνε ο πόλεμος, ενώ σήμερα είναι μόνιμοι, υπάρχουν δηλαδή και … Dictionary of Greek
ster-5, sterǝ- : strē-, steru- : streu- — ster 5, sterǝ : strē , steru : streu English meaning: to widen, to scatter Deutsche Übersetzung: “ausbreiten, ausstreuen” Note: (compare ster “ stare, stiff sein”) Material: A. O.Ind. str̥ṇüti, str̥ṇōti (eig. zur basis… … Proto-Indo-European etymological dictionary